Α | |
Α,α (Βαρύ κοφτό) | Τί; Ορίστε; Πώς; |
Ααααααα (Με κίνηση του χεριού προς το στόμα) | Πώ πώ πώ.... έγινε τέτοιο πράμα |
Α μο... | Βιάσου κάνε γρήγορα |
Ε μο... | Καλά μήν ανησυχείς θα κάνω όσο πιό γρήγορα μπορρώ |
Α ωρε (το "α" κοφτό με έκπληξη) | Μιλάς σοβαρά;;;; |
Ε ωρέ (με έμφαση στο "Ε" | Σοβαρά μιλάω |
Αααααα.... (μακρόσυρτο) | Α μάλιστα ... τώρα το κατάλαβα |
Αβέρτα | Συνεχώς |
Αγκούσα (η) | Δυσφορία, Οικονομική αδυναμία, Το άγχος |
Αγκωνάρ' (το) | Η γωνιακή πέτρα (χρησιμοποιείται και για μεγάλες πέτρες) |
Άιστε (μας) | Πάμε να φύγουμε |
Αλφάδ.. | Το εργαλείο που χρησιμοποιούμε για την μέτρηση της κλίσης των επιφανειών (μτφ) Ο μεθυσμένος π.χ. "Γίναμαν ψέεεεεες .... αλφάδ" |
Αλ'φή | Η αλοιφή (μτφ) Ο μεθυσμένος π.χ. "Γίναμαν ψέεεεες..... αλ'φή" |
Αλιχτάω | Γαβγίζω π.χ. "Γιατί αλιχτάν τα σκλιά" |
Αμπώχνω | Σπρώχνω π.χ. (μή μ'αμπώχνς σου'ειπα) |
Αναμεράω | Κάνω στην άκρη .... Αναμέρα (προστ) π.χ. (Αναμέρα σου'ειπα) |
Ανεβατίζω | Ζυμώνω ψωμί |
Αντάρα | Ομίχλη, σκονη, τσακωμός με λόγια (μτφ) π.χ. "Γίναμαν αντάρα" |
Αντράλα | Βαβούρα, τζερτζελες, φασαρία |
Απόστασα | Κουράστηκα |
Αβγατάω | Αυξάνω |
Αλωνάρ'ς | Ιούνιος |
Ανάπουτος | Κακότροπος, ιδιότροπος |
Αλπού | Αλεπού |
Απ'κάτ | Από κάτω |
Απίπκα / Απίκπα | Ανάποδα |
Απάυτωμα | Η ερωτική πράξη π.χ. "Τσ' έπιασαν ν'απαφτώνονται στ'αχούρ τ' κίτσ" |
Απόσκιο | Στον ίσκιο, το δειλινό |
Αγκιά | Τα κουζινικά (πιάτα κατσαρόλες κλπ) |
Αντριάς | Δεκέμβριος |
Αντράλα | Η φασαρία π.χ. "εγινι μιγάλη αντράλα στου πανηγύρ" |
Αρεντέυω | Τρέχω, πηγαίνω, κάνω βόλτες π.χ. "όλο σ'ναρέντα τουν είνι" |
Αρβάλα | Όλοι μαζί ένα κουβάρι, τσακωμός, η... συνεύρεση π.χ. "τσ΄ επιασαν αρβάλα στ΄αχούρ τ΄κίτσ" |
Αστρέχα | Ο Κενός χώρος μεταξύ στέγης και ταβανιού .... π.χ. "κρύφκε σν'αστρέχα" |
Αχαμνός | Πονηρός π.χ. "ειν' αχαμνο, μι του βλε'πς ετσ" , Έξυπνος, Δουλευταράς π.χ. "σντ'δλεια ειν' αχαμνό" |
Αχαμνά (τα) | Τα αντρικά γεννητικά όργανα π.χ. "Τον βάρεσε στ'αχαμνά" |
Αυτού | Εκεί, στο σημείο που είσαι |
Αμούντ... | Εξαφανίζομαι, εξαφανισμένος, (χάνομαι με μεγάλη ταχύτητα) |
Αρίδα | Το πόδι |
Αγγίδα | Αγγάθι, μικρό κομμάτι ξύλου |
Αφάνσα | Αόριστος του εξαφανίζω π.χ. "αφάνσαν όλσ τσ'λαγους" |
Αφύσκιος | Ο άσχημος , ο αφύσικος π.χ. "Ουυυι τί θα να΄παιρνες απ'αυτόν είν' αφύσκιος", μτφ. ο πολύ καλός, πονηρός π.χ. "μίν τουν βλεπσ ετσ ειν' αφύσκιος" |
Αχπάν | Από πάνω |
Αψ'χάω | Λιποψυχώ, φοβάμαι |
Β | |
Βάβω | Η Γιαγία, Μεγάλη (σε ηλικία) γυναίκα |
Βακούφκο | Ιδιοκτησία της εκκλησίας |
Βατσίνα | Το κυκλικό σημάδι που άφηνε στο χέρι το εμβόλιο της ευλογιάς |
Βαρβατσέλ (το) | Το μικρό τραγί που θέλει να κάνει τον τράγο, μτφ. ο έφηβος |
Βιτούλ | Το χρονιάρικο αρνί |
Βλάρ (το) | Τόπι υφάσματος που υφαίνεται στον αργαλειό |
Βλιώρα | Η Βρωμιά, η λέρα |
Βούρτσος (ο) | Ο Σκαντζόχοιρος |
Βτσέλα (η) | Ξύλινη κατασκευή μεταφοράς νερού, βαρέλα |
Βογγάλα | Τρέξιμο με πολύ γρήγορο ρυθμό |
Βελέντζα (η) | Κουβέρτα από γίδινη τρίχα |
Γ | |
Γάνα | Η μουτζούρα |
Γιδοξούρ | Εργαλείο για την περιποίηση προβάτων |
Γέρεψα | Έγινα καλά, γιατρεύτηκα |
Γκίζα (η) | Η μυζήθρα |
Γκιζεράω | Κόβω βόλτες άσκοπα |
Γκαβός | Ο τυφλός επίσης μτφ. ο άφραγκος |
Γκάιλας | Ο Πολύ δυνατός ήλος |
Γκαϊντάρω | Παρατηρώ επίμονα |
Γκανιάζω | Διψάω υπερβολικά πχ. "μας βάρισι ο γκάιλας κι γκανιάξαμαν" |
Γκαργκανούλι | Ο μαύρος στο δέρμα, γύφτος |
Γκδούν | Το κουδούνι, μτφ ο μεθυσμένος π.χ. "γίναμαν ψες γκδούν", π.χ."μας εκαναν το κφαλ γκδούν" ( έκαναν πολύ φασαρία) |
Γκεύω / Γκέψιμο | Βουτάω ψωμί στο ζμί, μτφ. το χαμούρεμα.... π.χ. "Έγκεψες καθολ' εψές" |
Γκλάβα | Μυαλό |
Γκλαβανί (η) | Τρύπα (κατασκευασμένη) η οποία δίνει πρόσβαση στο ταβάνι ή στο πάτωμα |
Γκρατσάνημα/ Γρατσάνημα | Σπαστικός ήχος π.χ. "μή γρατσανάς σού' ειπα με' κανις κδούν" |
Γίκος | Στίβα από ρούχα |
Γνέμα | Κλωστή |
Γκιλντάρες | Κωλοτούμπες |
Γκιόλ | Ξέφωτο, μτφ ο καραφλός, ο κοντοκουρεμένος |
Γιούμ | Σκεύος μεταφοράς νερού, κατά βάση μεταλικό |
Γκουσ(ι)τέρα | Η σαύρα |
Γκριντζούπ | Όρθιο, Στητό |
Γλέπω | Βλέπω, τράω |
Γούπατο | Βαθύ μέρος (βαθύτερο από τα γύρω μέρη) |
Γρέκι | Τα ποιμνιοστάσια |
Γρί | Τίποτε π.χ. "αστον δέν καταλαβαίν γρί ελληνικά" |
Γρουμπούλι (το) | Εξόγκωμα στο δέρμα, μτφ ο παχύς |
Γρούσπα | Τρύπα, βαθύ μέρος |
Δ | |
Διπλάρκα | Δίδυμα |
Δ(ι)γόν | Το μικρότερο παιδί |
Δικριάν(ι) | Γεωργικό εργαλείο, δικράνι |
Δροτσίλ(ι) | Μικρό σπυράκι, εξάνθημα π.χ. (σού' ειπα μιν πιάνς τσ' γάτις θα γιουμίεις δρουτσίλια" |
Δαμάλι | Το βόδι, μτφ. Εύσωμος/η, εύρωστος/η, |
Δρομίτσα | Μικρό ψάρι που ζεί σε γλυκά νερά |
Δώια | Εδώ |
Ε | |
Ε; | Πώς είπατε; Ορίστε; |
Ε. ε. ε. | Ναί ναί, έτσι είναι |
Εεεεεε... | Σιά μήν παίρνεις φόρα |
Εφκα | Αόριστος του φέυγω |
Ζ | |
Ζαβός | Ιδιότροπος |
Ζαγάρ (το) | Το κυνηγόσκυλο |
Ζαγκανιέμαι | Κουνιέμαι, πάω γυρεύοντας |
Ζαμάνια | Μεγάλο χρονικό διάστημα, π.χ. "έχω να σε ιδώ χρονια και ζαμάνια" |
Ζάρκο | Το γυμνό, ξεσκέπαστο, καραφλό, μπλέτς |
Ζβάρα | Περιοχή στο βουνό με χαλίκια (κυρ), μτφ με τις μπάντες, μαλιοκούβαρα |
Ζβίγκος | Το τίποτε, κενό, άδειο, ενισχύεται εφόσον είναι με χερούλι π.χ. "Τί σού' ειφερε απτ' μπόλη.... Ενα ζβίγκο με χερούλι" |
Ζγούρ | Το πρόβατο περίπου ενός έτους |
Ζγώνω | Πλησιάζω, π.χ. "Μίν ζγώνς σού' ειπα |
Ζιάπα | Ο μεγάλος σε μέγεθος βάτραχος |
Ζιουγκάρ | Λίπωμα εμφανές στο σώμα, εξόγκωμα |
Ζιουπάω | Πιέζω, κάνω μασάζ π.χ. "Ζιούπαμι δώια έχω ένα πόνοοοοοο...." |
Ζλάπ | Το άγριο ζώο, μτφ. ο πανούργος |
Ζμάρ | Το ζυμάρι |
Ζμί | Ζουμί, π.χ. (πώ πώ πώ ζμί... έχουμι να γκέψουμι) |
Ζμπουδιέμαι | Παραπατάω, σκοντάφτω |
Ζοκοπάω/Ζικοπάω | Βρωμάω |
Ζούρα | Κατακάθι |
Ζουμπάς | Εργαλείο, ο κοντός άνθρωπος |
Ζωντανά | Τα ζώα |
Η | |
Θ | |
Θληκώνω | Κουμπώνω π.χ. "Θληκώσ σού' ειπα θα μπουντιάεις" |
Θυμιάμα | Το Λιβάνι (στην εκκλησία) |
Θαραπαύκα | Ευχαριστήθηκα |
Θέρμ | Ο πυρετός |
Θμητικό | Μνήμη |
Θύμωμα | Πρήξυμο |
Θερτής | Ιούλιος |
Θιλί | Κομμάτι πίτας |
Θ΄κόμ - Θκό΄ς | Δικό μου - δικό σου |
Ι | |
ίίίίί... νά ! (συνοδευεται με μούντζα) | Μα καλά πού χάθηκες εσύ |
Ίτσ(h) | Καθόλου π.χ. "ίτσ κρίσ" (δέν μιλάει καθόλου) |
Κ | |
Καθάριο | Το αλεύρι απο σιτάρι χωρίς πίτουρο |
Καλαμποκότσιαλο | Απομεινάρι καλαμποκιού, κότσιαλο, χρησιμοποιούνταν και ώς τάπα στις βτσέλες |
Καλ(ι)βώνω | Βάζω πέταλα στο μουλάρι |
Κανίστρα | Ψάθινο καλάθι |
Καπνός | Καπνός, μτφ ο πονοκέφαλος π.χ. "Λάρωσε μ' σιήκωσες καπνό στο κεφάλι" |
Καράκωμα | Χτύπημα συνήθως με κάποιο αντικέιμενο π.χ. "τον καράκωσα με' να λιθάρ" |
Κάργα | Πάρα πολύ π.χ. "Το γέμσε κάργα" |
Κάρνο | Το κάρβουνο |
Καστραβέτσια | Αγγούρια |
Κατόπι | Έπειτα, μετά μτφ Ακολουθώ |
Κατσαπλιάς | Αυτός που δέν έχει οργάνωση |
Κατσιούλα | Η κουκούλα |
Κατσκάδα | Μικρή (σε ηλικία) γίδα |
Κατώι | Το υπόγειο |
Κλαπατσίμπανα | Τα μουσικά όργανα |
Κλαπατσίμπαλα | Τα αντρικά γεννητικά όργανα |
Κλιτσινάρ | Το πόδι (εφόσον αφορά λιανό πόδι) |
Κλιάστρα | Το πρώτο γάλα των ζώων |
Κοντοτούρτα | Ο Σκορπιός |
Κοκομπέλες | Μανιτάρια |
Κοκόσιες | Καρύδες |
Κοκοσιάκος | Το μήλο του αδάμ |
Κοτάω | Τολμώ δείχνω θάρος π.χ. "Αν κοτάει ας έρθ" |
Κοσιεύω | Τρέχω |
Κουμούτσ | Κρέας |
Κουράδας | Ο Τεμπέλης |
Κοψίδι | Κομμάτι κρέας |
Κρεμαντζλιέμαι | Κρεμιέμαι |
Κρένω | Μιλάω |
Κρισπέταλος | Μεγάλη φασαρία (απο τσακωμό αλλά και γλέντι) |
Κρούνα | Η κουρούνα και μτφ. το μεθύσι |
Κούμπλο | Το κορόμηλο |
Κούρνα | Το κοτέτσι |
Κούρμαξε | Άκουσε |